- ἔβαλες
- βάλλωthrowaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… … Dictionary of Greek
νοστιμεύω — (Μ νοστιμεύω) [νόστιμος] 1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό») 2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό,… … Dictionary of Greek
ανάκατα — τροπ. επίρρ., άτακτα, άνω κάτω: Ανάκατα τα έβαλες τα βιβλία και δε βρίσκω άκρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάριος, -ια, -ιο — (πρόθ. ανά + αραιός) 1. αραιός, όχι πυκνός: Το πανί είναι ανάριο. 2. τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα: Πολύ ανάριες τις έβαλες τις ελιές. 3. το επίρρ. ανάρια σε αραιά διαστήματα (τοπικά ή χρονικά): Ανάρια ανάρια το φιλί για να χει νοστιμάδα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοσταίνω — υνα, και ανοστεύω εψα, και ανοστίζω ισα (χωρίς άλλους χρόνους) 1. μτβ., κάνω κάτι άνοστο: Το ανόστισες το φαΐ με το νερό που έβαλες. 2. αμτβ., γίνομαι άνοστος, άσχημος: Αυτός ο άνθρωπος όσο πάει κι ανοσταίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γερνώ — και γεράζω γέρασα, γερασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει γέρος: Με γέρασαν τα βάσανα. 2. αμτβ., γίνομαι γέρος: Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικραίνω — πίκρανα, πικράθηκα, πικραμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να είναι πικρό: Το πίκρανες το λικέρ με το πικραμύγδαλο που έβαλες. 2. μτφ., λυπώ, δυσαρεστώ κάποιον: Τα παιδιά πολλές φορές πικραίνουν αδικαιολόγητα τους γονείς. 3. αμτβ., γίνομαι πικρός: Κάηκε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πού; — επίρρ. 1. ερωτ. τόπου: Πού το έβαλες το βιβλίο; 2. ερωτ. τροπ.: Πού το έμαθες εσύ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σέσουλα — η (λ. ιταλ.) 1. φτυάρι που χρησιμοποιούν οι παντοπώλες. 2. «με τη σέσουλα», σε μεγάλη ποσότητα: Έβαλες στο φαγητό το αλάτι με τη σέσουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)